- χειρολάβος
- ο, ΝΑεπίδεσμος από τον οποίο στηρίζεται τραυματισμένο χέρι, κν. κούνια.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + -λάβος (< θ. λαβ- τού λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β' ἔ-λαβ-ον), πρβλ. ἐργο-λάβος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάλημμα — το (Α ἀνάλημμα) τείχος που οικοδομείται για να συγκρατήσει από κατολίσθηση το υλικό ισοπέδου επιχωματώσεως σε επικλινές έδαφος, αντέρεισμα, πεζούλα αρχ. 1. οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα 2. ιατρ. χειρολάβος, η ταινία που περνιέται στον… … Dictionary of Greek